- διαπλάσσεται
- διαπλάσσωformpres ind mp 3rd sgδιαπλάσσωformpres ind mp 3rd sgδιαπλά̱σσεται , διαπλήσσωbreak in piecespres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσδιατύπωτος — δυσδιατύπωτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα διαπλάσσεται ή συμμορφώνεται σε τύπους … Dictionary of Greek
επιβλάστη — η 1. το τμήμα τής εξωβλάστης τού γαστριδίου που απομένει αφού αποχωριστεί η νευροβλάστη, από την οποία διαπλάσσεται το νευρικό σύστημα 2. μικρός συμμετρικός λοβός τής κοτυληδόνας στο έμβρυο τών αγρωστιδών … Dictionary of Greek
ευδιάπλαστος — η, ο (ΑΜ εὐδιάπλαστος, ον) 1. αυτός που διαπλάσσεται, που διαμορφώνεται εύκολα 2. αυτός που έχει πλαστεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπλαστος (< διαπλάσσω), πρβλ. α διάπλαστος] … Dictionary of Greek
μεσοκυττάριος — α, ο θηλ. και ος 1. αυτός που διαπλάσσεται ή βρίσκεται ανάμεσα στα κύτταρα ή αυτός που συνδέει μεταξύ τους τα κύτταρα («μεσοκυττάριος χώρος») … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
Οστρόφσκι, Νικόλαος Αλεξέγιεβιτς — (1904 – 1936). Σοβιετικός συγγραφέας. Γιος φτωχής εργατικής οικογένειας, φοίτησε σε ιερατική σχολή. Με την έκρηξη του A’ Παγκοσμίου πόλεμου, βρέθηκε στην Ουκρανία, όπου προσχώρησε στη σοσιαλδημοκρατική κίνηση και αργότερα στην κομουνιστική… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek